- ἡθροισμένως
- ἀθροίζωgather togetherperf part mp masc acc pl (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] … Dictionary of Greek
ἠθροισμένως — ἀθροίζω gather together perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠθροισμένως indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)